Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ/Υ): Χαρακτηριστικά και τρόποι αντιμετώπισης

Χαρακτηριστικά και τρόποι αντιμετώπισης

Ιωάννα Ηλ. Κωσταρά, Νηπιαγωγός- Βρεφονηπιοκόμος, pr04031@cc.uoi.gr


Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής–Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ/Υ) αποτελεί μια διαγνωστική κατηγορία η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που εμφανίζουν μη κατάλληλα για το αναπτυξιακό τους στάδιο επίπεδα ελλειμματικής προσοχής, παρορμητικότητας ή υπερκινητικότητας.
Αναφορές για τη διαταραχή αυτή υπάρχουν ήδη από τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα από τον Γερμανό ψυχίατρο H. Hollmann, ο οποίος το 1845 περιέγραψε λεπτομερειακά ένα υπερκινητικό αγόρι, τον Φίλιππο. Στη δεκαετία 1960-70 στις ΗΠΑ τίθεται συχνά η διάγνωση της ΔΕΠ σε αντίθεση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπου η διαγνωστική κατηγορία δεν χρησιμοποιούνταν ακόμη. Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 πραγματοποιήθηκαν ποικίλες βιολογικές, ψυχολογικές και ψυχοφαρμακολογικές έρευνες σχετικά με την ελλειμματική προσοχή και άρχισε να εκτιμάται η ετερογένεια των προβλημάτων που υπάγονται στην ίδια διαγνωστική κατηγορία. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν σημειωθεί κάποιες αλλαγές στα διαγνωστικά κριτήρια της ΔΕΠ/Υ.


Τι είναι η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα ;
Ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει τη συμπεριφορά και την κοινωνική συναναστροφή είναι και η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής ή υπερκινητικότητα. Πρόκειται για μια μεγάλη διάσπαση προσοχής και υπερδραστηριότητας που παρατηρούνται σε ένα μικρό ποσοστό μαθητών. Τα υπερκινητικά παιδιά βρίσκονται σε υπερδιέγερση και κίνηση, προκαλούν φασαρία και συνήθως παρουσιάζουν εξελικτικές ανωμαλίες όπως καθυστέρηση στην ομιλία, αδεξιότητα στις κινήσεις, δυσκολία στην εκμάθηση ανάγνωσης και στην κατανόηση των σχημάτων, αντιληπτικές ανεπάρκειες και αδυναμία προσανατολισμού στο χώρο.
Τα παιδιά αυτά κατά κάποιον τρόπο δίνουν την εντύπωση ότι καταβάλλουν προσπάθεια να ηρεμήσουν και να ελέγξουν την έντονη κινητικότητά τους, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Παιδαγωγικά μέτρα, όπως η προειδοποίηση, απειλή για τιμωρία ή υπόσχεση για έπαινο ή αμοιβή, δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υπερκινητικότητας
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα μπορεί να αποδοθεί ως μία σειρά συμπτωμάτων τα οποία εμποδίζουν το άτομο να οργανώσει τη σκέψη του και να συγκεντρωθεί σε κάποια δραστηριότητα και να μάθει αποτελεσματικά, γιατί το πρόβλημά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελλειμματική προσοχή.
Χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα, η οποία συνεπάγεται υπερβολική ανησυχία, ιδιαίτερα σε καταστάσεις που απαιτούν ηρεμία και εκδηλώνεται με υπερβολική κίνηση στον ύπνο, προθυμία να τρέξει για οτιδήποτε, δυσκολία στο να παραμείνει καθιστό. Στριφογυρίζει νευρικά, μιλάει ασταμάτητα, ενώ διακόπτει τους άλλους όταν εκείνοι μιλούν. Διακατέχεται από έντονο αυθορμητισμό, παρορμητικότητα, αδυναμία ελέγχου των συναισθημάτων του γι’ αυτό συχνά οδηγείται στην εκτέλεση πράξεων χωρίς προηγουμένως να έχει σκεφτεί. Η παρορμητική του συμπεριφορά δεν παρατηρείται περιστασιακά, αλλά είναι ένα επίμονο και διαρκές χαρακτηριστικό, το οποίο παρατηρείται σε καθημερινή βάση. Μεταπηδά πάρα πολύ συχνά από τη μία δραστηριότητα στην άλλη, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε εργασίες που απαιτούν μεθοδικότητα, δυσκολεύεται να οργανώσει τη δουλειά του λόγω της ελλειμματικής προσοχής.
Η συναισθηματική αστάθεια αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στα υπερκινητικά παιδιά σε μακροπρόθεσμη βάση. Παρατηρούνται έντονες ταλαντεύσεις στη ψυχική τους διάθεση με αποτέλεσμα ενώ αρχικά βρίσκονται σε καλή ψυχική διάθεση , λίγο αργότερα νευριάζουν, γίνονται επιθετικά ή κλαίνε. Τη μια στιγμή γελούν, παίζουν ευχάριστα με τον διπλανό τους και την άλλη διαπληκτίζονται μαζί του για ασήμαντες αφορμές και τον βρίζουν. Αυτή η κατάσταση τα οδηγεί στην απομόνωση, αποστρέφονται στον ίδιο τους τον εαυτό ενώ γενικότερα υποφέρουν από έντονη αποδιοργάνωση που μεγαλώνοντας συχνά καταλήγει σε κατάθλιψη και αντικοινωνική συμπεριφορά.
Το παιδί με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα αναπόφευκτα, αποτελεί πρόβλημα για όλους – τα μέλη της οικογένειάς του, τους δασκάλους του και τα παιδιά που θα μπορούσαν να είναι φίλοι του, αδυνατεί να περιμένει τη σειρά του στην τάξη, δεν ακολουθεί τους κανόνες των παιχνιδιών, δεν προσέχει τον δάσκαλο, συνήθως ξεχνάει τα βιβλία του και δεν ολοκληρώνει τα μαθήματά του. Γίνεται αντιπαθής στους άλλους και το αντιλαμβάνεται. Κάποια παιδιά συχνά αποφεύγουν ένα υπερκινητικό παιδί γιατί η συμπεριφορά του είναι τόσο απρόβλεπτη και ανυπόμονη, που χαλάει όλα τα παιχνίδια. Τελικά, όταν μένει μόνο του, πάντα μετανιώνει για ότι έχει κάνει λέγοντας «δε μπορούσα να το αποτρέψω».
Ακόμη, το παιδί με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα, μπορεί να εμφανίσει χαμηλή αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό του αφού συνειδητοποιεί ο ρυθμός μάθησής του συγκριτικά με τα υπόλοιπα παιδιά είναι αργός.
Τα χαρακτηριστικά αυτά, διαφέρουν από παιδί σε παιδί και είναι πιθανό να μη συνυπάρχουν όλα μαζί στο ίδιο άτομο. Υπάρχουν παιδιά με κύριο χαρακτηριστικό τη συναισθηματική αστάθεια, ενώ δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μάθηση. Είναι δύσκολο να τα διακρίνει κανείς από τα άλλα, τόσο που, ακόμα και η ιατρική αδυνατεί να κάνει ακριβή διάγνωση.

Αιτιολογία - Συχνότητα
Οι γνώσεις για τη διαταραχή στην Ευρώπη και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα είναι περιορισμένες, αν και τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος. Η αιτία της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής–Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ/Υ) δεν είναι ακόμα γνωστή. Ωστόσο, είναι γενικά αποδεκτό από τους εξειδικευμένους επιστήμονες, ότι ένα παιδί γεννιέται με ΔΕΠ-Υ, δεν την αναπτύσσει. Ο βασικός αιτιολογικός παράγοντας που καθορίζει το κατά πόσον ένα παιδί θα πάσχει από ΔΕΠ-Υ, είναι το γενετικό υλικό και όχι η ανατροφή του. Θεωρείται όλο και πιο πιθανό η ΔΕΠ-Υ να είναι νευρολογική διαταραχή με γενετική βάση.
Περίπου το 5% των παιδιών παρουσιάζουν αυτήν την διαταραχή. Περαιτέρω έρευνες έχουν δείξει ότι η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα προσβάλλει περισσότερο τα αγόρια, σε αναλογία περίπου τέσσερα προς ένα, παρότι τα δεδομένα υποστηρίζουν την ύπαρξη της διαταραχής και στα κορίτσια.

Πως γίνεται η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ;
Η επίσημη διάγνωση της ΔΕΠ-Υ απαιτεί πάντοτε την εξέταση από ειδικό, έναν παιδίατρο-αναπτυξιολόγο, ή ψυχίατρο παιδιών και εφήβων. Η πρώτη επαφή γίνεται με τον παιδίατρο της οικογένειας του παιδιού, ο οποίος θα χρειαστεί συγκεκριμένες λεπτομέρειες για την συμπεριφορά που απασχολεί τους γονείς περισσότερο.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Κλινικής Αριστείας (NICE) είναι μια ομάδα ειδικών που συμβουλεύουν την κυβέρνηση για θέματα υγείας. Σε μια αναφορά τους εκτιμούν ότι:
 Περίπου 1 στα 100 παιδιά σχολικής ηλικίας εκδηλώνουν σοβαρά συμπτώματα και συναντούν έντονα προβλήματα λόγω της ΔΕΠ-Υ
 Περίπου 5 στα 100 εκδηλώνουν λιγότερο σοβαρά συμπτώματα, αλλά παρόλο αυτά αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα.

Υποστήριξη του παιδιού με ΔΕΠ-Υ στο σχολείο
Στο σχολείο υπάρχει δυνατότητα παροχής συμβουλών από σχολικό ψυχολόγο για την αντιμετώπιση του παιδιού με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα. Η πιο αποτελεσματική στρατηγική είναι να συνεργαστούν γονείς και δάσκαλοι για να υποστηρίξουν το παιδί. Τα περισσότερα σχολεία προσπαθούν να διασφαλίσουν την εφαρμογή κάποιων στρατηγικών οι οποίες και αναφέρονται στη συνέχεια και επιδιώκουν, όπου είναι δυνατόν να κάνουν το ίδιο και οι γονείς. Θα πρέπει όμως να συνδυαστούν με ένα καλό μοντέλο ρόλων για το παιδί. Για αποτελεσματική αντιμετώπιση του παιδιού στο σχολείο:
 Εξασφαλίστε ότι οι ενήλικοι που βρίσκονται στο σχολείο κατανοούν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα παιδί με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα
 Προσπαθήστε να θέσετε το παιδί κοντά σε έναν ενήλικα που να μπορεί να επιτηρεί τη συμπεριφορά του
 Επιμένετε στη βλεμματική επαφή όταν μιλάτε στο παιδί και πείτε του να επαναλάβει τις οδηγίες
 Δώστε απλές ξεκάθαρες οδηγίες, ενώ εάν είναι απαραίτητο, χωρίστε τις μεγαλύτερες οδηγίες σε αντιμετωπίσιμες ενότητες
 Το υπερκινητικό παιδί πρέπει να κάθεται σε σημείο όπου υπάρχουν όσο το δυνατό λιγότερα οπτικά ερεθίσματα (πόρτες, παράθυρα κ.ά)
 Διασφαλείστε ότι οι ανταμοιβές είναι σημαντικές για το παιδί και παρέχονται τόσο συχνά, ώστε να έχουν πρακτική χρησιμότητα
 Να υπενθυμίζετε στο παιδί ότι ανεπιθύμητη είναι η συμπεριφορά και όχι το ίδιο το παιδί
 Παρέχετε αυστηρές υπενθυμίσεις για το τι πρέπει να κάνει και, όταν είναι απαραίτητο, κάντε τις επιπλήξεις σας ιδιαιτέρως
 Αποφύγετε τις διαπραγματεύσεις και τις συζητήσεις πάνω στο τι θεωρείται σωστή και τι λάθος συμπεριφορά
 Εξασφαλίστε στο παιδί ένα ασφαλές μέρος όπου μπορεί να υποχωρεί για ηρεμεί.
Τα μπροστινά καθίσματα προσφέρονται για άμεση επέμβαση εκ μέρους του εκπαιδευτικού, αλλά και επειδή η παρουσία του και μόνο κατευνάζει την ανησυχία του παιδιού. Σε περίπτωση επέμβασης είναι καλύτερο να ακουμπάμε το χέρι μας στην πλάτη του μαθητή και να λέμε όσο γίνεται λιγότερα λόγια. Ο μαθητής αντιδρά θετικά στα νεύματα. Τα λόγια, οι παρατηρήσεις και οι υποδείξεις συνήθως δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα και αυτό γιατί το πρόβλημα του παιδιού είναι η αδυναμία του να ελέγξει τις δραστηριότητές του. με τις παρατηρήσεις δημιουργούμε ένα αρνητικό γλωσσικό πρότυπο, δεδομένου ότι αναγκαζόμαστε να εκφραζόμαστε αρνητικά (σταμάτα, μη μιλάς..). Απλές ενέργειες, όπως αυτές που αναγράφονται παρακάτω, έχει αποδειχθεί ότι επιδρούν θετικά στην όλη συμπεριφορά του παιδιού. Όταν θέλει κάποιος να ηρεμήσει ένα υπερκινητικό παιδί καλό είναι: να σταθεί ακριβώς δίπλα του, να βάλει το χέρι του στους ώμους του, να αναπτύξει μαζί του έναν κώδικα επικοινωνίας με σύμβολα και νεύματα όπως (το σύμβολο της ησυχίας, του STOP κ.ο.κ). Μπορούν με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού να φτιάξουν έναν κώδικα λειτουργίας, με συγκεκριμένους κανόνες, οι οποίοι να τηρούνται από όλα τα παιδιά της τάξης. Τέτοιου είδους κανόνες είναι οι παρακάτω:
 Σηκώνω πάντα το χέρι μου πριν μιλήσω,
 περιμένω μέχρι να έρθει η σειρά μου,
 περιμένω να τελειώσει αυτός ή αυτή που μιλάει,
 ακούω και προσέχω αυτόν ή αυτή που μιλάει,
 δεν κοροϊδεύω κανέναν για αυτά που λέει.
Τα υπερκινητικά παιδιά κατά τη διάρκεια του μαθήματος χρειάζονται κάποια διαστήματα με δραστηριότητα και για το λόγο αυτό έχουν αναπτύξει κάποιες δικές τους στρατηγικές εκτόνωσης ( πηγαίνουν στην τουαλέτα ή να πιουν νερό, να τρέχουν για να φέρουν κιμωλίες ή να μοιράσουν τα τετράδια). Είναι προτιμότερο να προλαμβάνει κανείς καταστάσεις και να αφήνει το υπερκινητικό να εκτονωθεί εκτός τάξης για λίγο, παρά να προκληθεί φασαρία.
Είναι πιθανό να υπάρχουν ένα με δύο παιδιά με ΔΕΠ-Υ σε κάθε τάξη σχολείου της χώρας. Το NICE υπογραμμίζει ότι στην κοινωνία που ζούμε, οι οικογένειες με παιδιά που πάσχουν από ΔΕΠ-Υ συνήθως αισθάνονται ενοχή για κάτι που πιστεύουν ότι είναι δική τους αποτυχία. Αυτά τα συναισθήματα ενοχής ενισχύονται από αρνητικά σχόλια από συγγενείς, φίλους, δασκάλους κ.ο.κ. Όταν υποφέρει ένα παιδί με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα, υποφέρουν και οι γονείς του. Τόσο οι γονείς όσο και το παιδί δε φέρουν καμία ευθύνη για αυτό και επομένως δε χρειάζεται να νιώθουν ενοχές. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να ενημερώνουν τους γονείς, να δείχνουν κατανόηση για την κατάστασή τους και να γνωρίζουν το ιστορικό του παιδιού με λεπτομέρειες. Είναι προτιμότερο να τονίζει κανείς τα θετικά στοιχεία του παιδιού και να προσφέρει στους γονείς συγκεκριμένη βοήθεια με σωστή ενημέρωση.







.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου